-
1 συμπαθεία
συμπαθείᾱ, συμπάθειαfellow-feeling: fem nom /voc /acc dual——————συμπαθείᾱͅ, συμπάθειαfellow-feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 συμπαθεια
(πᾰ) ἥ1) общность чувств, симпатия, сочувствие Arst., Polyb.2) филос. (у стоиков) духовная склонность, взаимное тяготение(τῆς διανοίας Plut.)
-
3 συμπάθεια
συμπάθειαfellow-feeling: fem nom /voc sg -
4 συμπάθεια
η1) симпатия, расположение, влечение;προκαλώ συμπάθεια — вызывать симпатию;
τρέφω συμπάθεια προς... — питать симпатию к...;
αίσθάνομαι ( — или νοιώθω) συμπάθεια γιά... — чувствовать симпатию к...;
2) благожелательность, расположение; благоволение (уст.);τό βιβλίο του έγινε δεκτό με πολλή συμπάθεια απ' τούς κριτικούς — критики отнеслись к его книге очень благожелательно;
3) сочувствие, сострадание;4) симпатия (разг шутл. — о человеке);αυτή η ξανθούλα είναι η συμπάθειά μου — эта блондинка — моя симпатия
-
5 συμπαθείᾳ
Βλ. λ. συμπαθεία -
6 συμπάθεια
[симпатиа] ουσ. Θ. симпатия, сочувствий, сострадательность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συμπάθεια
-
7 συμπάθεια
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-7=7 4 Mc 6,13; 14,13.14.18.20 -
8 συμπάθεια
[симпатиа] ουσ θ симпатия, сочувствий, сострадательность. -
9 συμπάθεια
A fellow-feeling, sympathy, Arist.Pr.7 tit., etc.;τῆς ἐλαίας πρὸς τὴν ἄμπελον Gp.9.14.1
; pity,οὐδεμίαν σ. λαμβάνειν D.S.13.57
; mea ς. my self-pity, Cic.Att.10.8.10.2 in the Philosophy of Epicurus, corresponding 'affection' or quality, affinity, Ep.1p.11U. (pl.), al.; ὁμούρησις καὶ ς. of body and soul, ib.p.20 U.; also in Stoic. Philos., affinity, τῶν μερῶν πρὸς ἄλληλα κοινωνία καὶ ς. Stoic.2.170, cf. 145; in Music, used of chords which vibrate together, Theo Sm.p.51 H.; sympathetic vibration of bronze vessels, Plb.21.28.9.3 affinity, concord of heavenly bodies, Vett.Val.5.13.4 Gramm., analogy, A.D.Adv.173.26, Synt.168.18.5 Medic., sympathetic affection of the body, opp. ἰδιοπάθεια, Sor.1.63, 2.22, Gal.8.30; ἔστι τις [τῇ μήτρᾳ] πρὸς τοὺς μαστοὺς φυσικὴ ς. Sor.1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συμπάθεια
-
10 συμπάθεια
συμ-πάθεια, ἡ, gleiche Empfindung, Stimmung od. Leidenschaft, Mitempfindung, Mitleiden; bei den Stoikern Geneigtheit beizustimmen -
11 συμπάθεια
affection -
12 συμπάθεια
compassionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συμπάθεια
-
13 συμπαθείας
συμπαθείᾱς, συμπάθειαfellow-feeling: fem acc plσυμπαθείᾱς, συμπάθειαfellow-feeling: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ξυμπάθεια
συμπάθεια, συμπάθειαfellow-feeling: fem nom /voc sg -
15 συμπαθείαι
συμπαθείᾱͅ, συμπάθειαfellow-feeling: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 συμπαθείαις
συμπάθειαfellow-feeling: fem dat pl -
17 συμπαθείης
συμπάθειαfellow-feeling: fem gen sg (epic ionic) -
18 συμπάθειαι
συμπάθειαfellow-feeling: fem nom /voc pl -
19 συμπάθειαν
συμπάθειαfellow-feeling: fem acc sg -
20 sempati
συμπάθεια
См. также в других словарях:
συμπαθεία — συμπαθείᾱ , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείᾳ — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπάθεια — fellow feeling fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπάθεια — η, ΝΜΑ και ποιητ. τ. συμπαθία και ιων. τ. συμπαθίη Α [συμπαθής] 1. η συμμετοχή στον ψυχικό πόνο, στη λύπη που κάποιος άλλος νιώθει, το να συμπάσχει κανείς, συμπόνια (α. «απέσπασε τη συμπάθεια όλων λόγω τής τελευταίας του ταλαιπωρίας» β. «παῑδας,… … Dictionary of Greek
συμπάθεια — η 1. οίκτος: Η τραγική κατάσταση των προσφύγων προκάλεσε τη συμπάθεια όλων. 2. ψυχική έλξη, ενδιαφέρον: Δεν κρύβει τη συμπάθειά της προς αυτόν. 3. κατανόηση, φιλική διάθεση: Ζήτησε από τους κριτικούς να δουν με συμπάθεια το έργο του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπαθείας — συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem acc pl συμπαθείᾱς , συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπάθεια — συμπάθεια , συμπάθεια fellow feeling fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείαι — συμπαθείᾱͅ , συμπάθεια fellow feeling fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθειῶν — συμπάθεια fellow feeling fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείαις — συμπάθεια fellow feeling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαθείης — συμπάθεια fellow feeling fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)